μεταναιέτας

μεταναιέτας
μεταναιέτᾱς , μεταναιέτης
one who dwells with
masc acc pl
μεταναιέτᾱς , μεταναιέτης
one who dwells with
masc nom sg (epic doric aeolic)
μεταναιέτᾱς , μεταναιετάω
dwell with
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
μεταναιέτᾱς , μεταναιετάω
dwell with
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταναιέτης — μεταναιέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”